- ρεσπονσοριακός
- -ή, -ό, Νφρ. «ρεσπονσοριακό τραγούδημα»μουσ. ύφος τραγουδήματος κατά το οποίο ο κορυφαίος τραγουδιστής εναλλάσσεται με τη χορωδία, ύφος που απαντά στη λαϊκή μουσική πολλών πολιτισμών, όπως τών Αμερικανών Ινδιάνων ή τών Αφρικανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. responsorial (singing) < respond «αντιφωνώ, αποκρίνομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.